- θαλασσογραφικός
- η , ό[ν]1) морской, относящийся к изображению моря; 2) океанографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θαλασσογραφία («θαλασσογραφικός πίνακας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Γεώργιο Μ. Βιζυηνό] … Dictionary of Greek
θαλασσογραφικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη θαλασσογραφία: Θαλασσογραφικός πίνακας. – Θαλασσογραφικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)